στασιαρχος

στασιαρχος
    στασίαρχος
    στᾰσί-αρχος
    ὅ предводитель восставших, вождь
    

(βούλαρχος καὴ σ. Aesch.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "στασιαρχος" в других словарях:

  • στασίαρχος — chief of a band masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στασίαρχος — ὁ, Α 1. επικεφαλής στρατιωτικής μονάδας 2. επικεφαλής στασιαστικού κινήματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < στάσις + αρχος*] …   Dictionary of Greek

  • στασιάρχοις — στασίαρχος chief of a band masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στασιάρχους — στασίαρχος chief of a band masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στασιάρχων — στασίαρχος chief of a band masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στασίαρχοι — στασίαρχος chief of a band masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -άρχος — [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχός < άρχω. Ο τ. χρησιμεύει ως β συνθετικό σε μεγάλο σχετικά αριθμό συνθέτων τόσο της αρχαίας όσο και της νέας Ελληνικής, τα οποία αναφέρονται στην έννοια του αρχηγού πρβλ. αρχ. νεοελλ. λήσταρχος, στασίαρχος, φύλαρχος αρχ.… …   Dictionary of Greek

  • στασιάρχης — ο, ΝΑ νεοελλ. (παλαιότερα) σταθμάρχης σιδηροδρομικού σταθμού αρχ. επικεφαλής στασιαστικού κινήματος, στασίαρχος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < στάσις + άρχης*] …   Dictionary of Greek

  • στασιαρχία — ἡ, Α [στασιάρχης / στασίαρχος] η αρχηγία στασιαστικού κινήματος …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»